όχλος

όχλος
ο (ΑΜ ὄχλος)
1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.)
2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.)
νεοελλ.
(κοινων.) ιδιαίτερο κοινωνικό μόρφωμα αποτελούμενο από σύνολο ατόμων ετερόκλητης παιδείας και, συχνά, ιδεολογίας, το οποίο συγκροτείται, συνδέεται και δρα υπό την επίδραση συγκινησιακών φορτίσεων και υπό τη διέγερση τού θυμικού και τού οποίου, καθώς η ατομικότητα, ο ηθικός κώδικας και ο κοινωνικός αυτοέλεγχος καταλύονται ή αδρανοποιούνται, συνηθέστερη έκφραση είναι οι αλόγιστες πράξεις βίας
αρχ.
1. (γενικά) πλήθος ανθρώπων
2. στράτευμα που δεν πειθαρχεί
3. μεγάλος αριθμός, πολύς όγκος («ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῑστον ἐκλείψω λόγων», Αισχύλ.)
4. βοή πλήθους ανθρώπων, ταραχή
5. (κατ' επέκτ.) ενόχληση
6. παροιμ. φρ. «δι' ὄχλου ἤδη τοῡτό γε» — είναι ήδη γνωστό στον πολύ λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κύρια σημ. τής λ. ὄχλος είναι «μάζα, λαός, πλήθος ανθρώπων που κινείται» με αναφορά στον λαό ως πολιτικό σώμα και με απόχρωση μειωτική. Παρλλ., η λ. απαντά σπανιότερα με την αφηρημένη έννοια «πόνος, ταραχή, ενόχληση». Δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ποια ήταν η αρχική σημ., και οι δύο, όμως, οδηγούν στη γενικότερη σημ. τής κίνησης, τής ταραχής. Εκτός από αυτές τις σημ., ορισμένα παρ. τής λ. ὄχλος, όπως τα: ὀχλεύς, ὀχλίζω, ὀχλῶ, έχουν τη σημ. «μοχλός» και «ανασηκώνω» (πρβλ. αρχ. νορβ. vog «μοχλός», vagl «δοκάρι όπου στηρίζονται οι κότες, κοτέτσι», λατ. vectis «μοχλός»). Με βάση τις σημ. αυτές, η λ. ὄχλος (< *Fοχ[σ]λος) ανάγεται πιθ. στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wegh- «κινώ, σύρω, μεταφέρω» (πρβλ. έχω [II], όχος) και συνδέεται με λατ. vexo «σείω, τινάζω», γοτθ. gawigan «θέτω σε κίνηση», wegs «η κίνηση τής θάλασσας». Κατά μία άποψη, μάλιστα, οι λ. αυτές ανάγονται σε ρίζα *wegh- με σημ. «κινώ, σείω, ταράζω» (πρβλ. γαιήοχος) ομώνυμη τής ρίζας *wegh- «μεταφέρω με όχημα». Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι και οι δύο ρίζες προέρχονται από μία ρίζα *wegh- με ευρύτατο σημασιολογικό περιεχόμενο, από το οποίο προήλθαν οι ειδικές σημ. τών λ. Τέλος, δεν θεωρείται πιθανό ότι η λ. ὄχλος είχε τη σημ. «μεγάλο βάρος, φορτίο», από όπου και η σημ. τού ὀχλῶ «ενοχλώ, επιβαρύνω».
ΠΑΡ. οχλεύς, οχληρός, οχλώ
αρχ.
οχλάζω, οχληδόν, οχλίζω, οχλικός, οχλεύω
αρχ.-μσν.
οχλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οχλαγωγός, οχλοκρατία
αρχ.
οχλοάρεσκης, οχλοάρεσκος, οχλόλογος, οχλολοίδορος, οχλομανώ, οχλοποιώ, οχολοπολιτεία, οχλοτερπής, οχλοχαρής
αρχ.-μσν.
οχλοκόπος
μσν.
οχλαρχικός
νεοελλ.
οχλοβοή. (Β' συνθετικό) αρχ. άοχλος, πολύοχλος, φίλοχλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὄχλος — crowd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”